|
Έλληνας επί Τουρκοκρατίας |
Η ιστορία του καπετάν Γιώτη Καλαμπόκα προέρχεται από το βιβλίο του Αντ. Παπαγιαννόπουλου "Το χωριό μου" (σελ. 110-112) ως καταγραφή προφορικής παράδοσης του χωριού. Προτίμησα, ωστόσο, να την αποδώσω περισσότερο "δημοσιογραφικά" και συνοπτικά, παραλείποντας τις παρεκβάσεις που υπάρχουν στο αρχικό κείμενο και αποφεύγοντας -όσο γίνεται σε μια ιστορία που διασώθηκε προφορικά- την αφέλεια της προφορικής αφήγησης. Οι επανειλημμένες και σε τεράστιες αποστάσεις για τα δεδομένα και τους κινδύνους της εποχής μετακινήσεις των πρωταγωνιστών, μάλλον δημιουργούν αμφιβολίες για την αλήθεια της ιστορίας ως συνόλου. Είναι, πάντως, πιθανόν ο θρύλος του καπετάν Γιώτη Καλαμπόκα να έχει την αφετηρία του σε αληθινά γεγονότα που η κολλινιάτικη παράδοση τα εμπλούτισε ή και τα συνδύασε.
Ήταν Απρίλης του 1810, ανήμερα το Πάσχα. Ο Αλίτζας, ο αγάς της Κάτω Κολλίνας, βγήκε από το κονάκι του και ξεκίνησε καβάλα στ' άλογό του να πάει, παρέα μ' ένα σύντροφό του, στον Κάμπο να δει τα χωράφια του και τα κοπάδια του. Λέγανε τάχα πως ήταν κι ο ίδιος κρυφός χριστιανός και γι' αυτό πόναγε τους χριστιανούς ραγιάδες.
Φτάσανε στα χτήματά του και βρήκαν τους Έλληνες να γλεντάνε για το Πάσχα. Κάθισε κι ο αγάς μαζί τους. Έφαγε, ήπιε, χόρεψε. Όταν έφτασε το δείλι, φάνηκαν στον ουρανό βαριά σύννεφα. Δεν έβρεξε όμως. Mόνο ψιχάλισε και σε λίγο ξαστέρωσε και πάλι. Καβαλίκεψε ο αγάς το άλογό του και ξεκίνησαν για το Κατωχώρι.
Το ποτάμι όμως είχε μεγάλη κατεβασιά, γιατί μακρύτερα είχε βρέξει δυνατά. Ξωπίσω τους ερχόταν, πηγαίνοντας κι αυτός στο χωριό, ένας ωραίος νέος Έλληνας, ο Γιώτης Καλαμπόκας που τους συμβούλεψε να περιμένουν να λιγοστέψει το νερό και να καλμάρει το ποτάμι, για να περάσουν. Όμως ο αγάς δεν έδωσε σημασία στα λόγια του και, καθώς ήταν ζαλισμένος απ' το κρασί, βάρεσε το άλογό του για να περάσει. Στη μέση του ποταμιού, το άλογό του διπλώθηκε σε κάποιο κλαδί κι ο αγάς έπεσε και τον πήρε το ορμητικό νερό. Χίμηξε τότε ο Γιώτης στα νερά και με κίνδυνο της ζωής του κατάφερε να πιάσει τον Αλίτζα και να τον βγάλει στην άλλη όχθη, ενώ ο συνοδός του έμεινε απέναντι, μη τολμώντας να περάσει. Ο Γιώτης ανέβασε τον αγά στο άλογό του, που είχε βγει κι αυτό απ' το νερό, και σε κακά χάλια τον μετέφερε στο χωριό.
Την άλλη μέρα ο αγάς γύρεψε να του φέρουν τον άνθρωπο που τον έσωσε για να τον ευχαριστήσει και να τον ανταμείψει. Από κείνη την ημέρα ο Γιώτης κέρδισε την εκτίμηση του αγά κι άρχισε να μπαινοβγαίνει στο κονάκι του.
Ο αγάς είχε μια πολύ όμορφη κόρη, την Αϊσέ. Με τις συχνές επισκέψεις του Γιώτη στον αγά, δεν άργησε να φουντώσει ο έρωτας ανάμεσα στους δυο νέους κι αποφάσισαν να κλεφτούν, γιατί δε γινόταν η κόρη του αγά να γίνει χριστιανή και να παντρευτεί έναν ραγιά. Χώρια που, ακόμα κι αν ο καλόγνωμος αγάς συμφωνούσε, θα έβρισκε τον μπελά του απ' τον πασά της Τριπολιτσάς. Έτσι μια φθινοπωρινή νυχτιά, ο Γιώτης και η Αϊσέ εξαφανίστηκαν, παίρνοντας μαζί κι ένα πουγκί φλουριά του αγά. Περιπλανήθηκαν στη Ρούμελη και κατέληξαν στη Μολδοβλαχία, όπου η Αΐσέ βαφτίστηκε χριστιανή και παντρεύτηκαν. Εκεί εγκαταστάθηκαν, απέκτησαν παιδιά και προκόψανε.
Μετά όμως από κάμποσα χρόνια νοσταλγήσανε το Μοριά και παραμονές της Επανάστασης του 1821 ήρθαν στα Λαγκάδια της Γορτυνίας, όπου ο Γιώτης Καλαμπόκας εμφανίστηκε με το ψεύτικο όνομα Γιώτης Ασημακόπουλος.
Εν τω μεταξύ ο αγάς Αλίτζας είχε πληροφορηθεί ότι πρόκειται να ξεσπάσει επανάσταση των ραγιάδων. Πούλησε βιαστικά τα υπάρχοντά του κι έφυγε για την Πόλη.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση και οι Τούρκοι κλείστηκαν στις πόλεις και τα κάστρα, ο Γιώτης Καλαμπόκας πήρε την οικογένειά του κι ήρθε στις Κάτω Κολλίνες. Από εκεί πολέμησε τους Τούρκους ως αρχηγός των παλικαριών του χωριού.
Μετά την απελευθέρωση, ο καπετάν Γιώτης, η γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους ζήσανε ευτυχισμένοι για μερικά χρόνια στο χωριό. Όμως τη Μαρία (την άλλοτε Αϊσέ) τη βασάνιζε ο καημός να δει τους γονείς της που τους είχε πικράνει με την εξαφάνισή της.
Έτσι, ο Γιώτης ξεκίνησε μια μέρα και, με βάση τις πληροφορίες που είχε μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια για την τύχη του αγά και της γυναίκας του, έφτασε στην Πόλη κι άρχισε να αναζητά τον αγά Αλίτζα από το Μοριά. Η παράδοση θέλει ο Γιώτης να ρώτησε τυχαία τον ίδιο τον αγά στο δρόμο αν γνωρίζει τον πεθερό του κι εκείνος να τον αναγνώρισε, να τον αγκάλιασε και να τον υποδέχτηκε στο σπίτι του.
Μετά απ' αυτά, ο καπετάν Γιώτης Καλαμπόκας γύρισε στο Κατωχώρι, πούλησε το βιος του, πήρε την οικογένειά του και φύγανε για την Πόλη. Από τότε κανείς στις Κολλίνες δεν ξανάκουσε τίποτα γι' αυτούς...