Επειδή πέρασε αρκετός καιρός από την τελευταία ανάρτηση, και ακόμη δεν αξιώθηκα να γράψω την επόμενη για το όνομα του χωριού μας, σκέφτηκα, μέσα στο κλίμα των γιορτών, να αντιγράψω από το βιβλίο του μπαρμπα-Αντώνη Παπαγιανόπουλου "Το χωριό μου" (σελ. 118-120) μια διασκεδαστική ιστορία. Ιδού, λοιπόν, το κείμενο με κάποιες μικροβελτιώσεις και συντομεύσεις:
Το πάθημα του Κατωχωρίτη παπα-Δημήτρη Αναγνωστόπουλου
Πριν πάρα πολλά χρόνια στην Κάτω Κολλίνα ζούσαν δυο κουμπάροι αγαπημένοι. Ο ένας ήταν ο παπα-Δημήτρης Αναγνωστόπουλος και ο άλλος ο λαϊκός Παναγιώτης Μπακούρος.
Του Κωστή η στενοχώρια μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, γιατί δεν μπορούσε να πει τον πόνο του πουθενά, ούτε καν στον πατέρα του, γιατί εκείνος είχε πιστέψει τον κουμπάρο του. Αποφάσισε, λοιπόν να φύγει μια ώρα αρχύτερα, όσο μπορούσε ακόμη, μα πριν να εκδικηθεί τον παπα-Δημήτρη.
Μια Κυριακή ο παπάς με την παπαδιά πήγαν στην εκκλησία κι άφησαν το παιδί στο σπίτι να συγυρίσει, γιατί μετά την λειτουργία θα γύριζαν με μουσαφιραίους τους δημογέροντες.
Τότε ο Κωστής βρήκε την ευκαιρία κι έπιασε τη γάτα του σπιτιού, της έδεσε στην ουρά ένα αναμμένο δαδί και στην έκλεισε στην αποθήκη με τ’ άχυρα και το σανό κι όταν είδε ότι άναψε η αποθήκη, έτρεξε στην εκκλησία.
Η λειτουργία είχε τελειώσει κι παπάς με τους καλεσμένους του ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν για το σπίτι. Ο Κωστής, φοβισμένος γι’ αυτό που έκανε, στάθηκε, σαν είδε τον παπά, και του φώναξε:
Ο Κωστής είπε ξανά τα ίδια λόγια, μα ο παπα-Δημήτρης δεν κατάλαβε, σταυροκοπήθηκε και γύρισε στους άλλους και είπε ότι το παιδί τρελάθηκε.
Ο παπα-Δημήτρης δεν άργησε να καταλάβει ποιος έβαλε τη φωτιά, μα δεν ήταν ώρα για εκδίκηση. Όλοι έτρεξαν να σβήσουν τη φωτιά. Ήταν όμως πια αργά κι όλο το σπίτι κάηκε.
Ο Κωστής μετά απ’ αυτό κρύφτηκε και δεν μπόρεσε ο παπάς να τον βρει, γιατί οι χωριανοί του έκαναν πλάτες, αφού το βλέπανε άδικο να τιμωρηθεί σκληρά, και τελικά τον φυγαδεύσανε στο θείο του στ’ Αναπλι, για να γλιτώσει απ’ την οργή του παπα-Δημητρη.
Ο παπα-Δημήτρης τα επόμενα χρόνια το ξανάχτισε το σπίτι του μεγαλύτερο και καλύτερο, Την υπόληψη όμως που είχε πρώτα απ’ τους συγχωριανούς του δεν μπόρεσε να την ξαναποκτήσει.
Ο Παναγιώτης ο Μπακούρος είχε μεγάλη οικογένεια, πέντε θυγατέρες και δυο γιους, και επειδή δεν μπορούσε να εξοικονομήσει τα έξοδα για τη συντήρησή τους και για να λιγοστέψουν τα στόματα στο σπίτι, σκέφτηκε να παρακαλέσει τον κουμπάρο του, τον παπα-Δημήτρη, που ήταν πολλά χρόνια παντρεμένος, αλλά είχε μείνει άκληρος, να πάρει ένα από τ’ αγόρια του, να το ‘χει να του κάνει τα θελήματα για το ψωμί μονάχα. Ο Παπαδημήτρης δέχτηκε να πάρει τον μεγαλύτερο, τον Κωστή, και είπε πως στο χέρι του παιδιού ήτανε, αν είχε μυαλό, να ωφεληθεί και αυτός θα το αγάπαγε σαν δικό του παιδί. Θα το έπαιρνε στις λειτουργίες, τους γάμους, τα βαφτίσια και τις κηδείες, για να τον βοηθάει και θα του μάθαινε όλη την εκκλησιαστική τάξη, θα του μάθαινε κι όσα γράμματα ήξερε εκείνος, θα τον έκανε αναγνώστη και μια μέρα θα τον άφηνε στο πόδι του στην εκκλησία. Ο κουμπάρος του, ο Παναγιώτης, άκουσε με μεγάλη χαρά τα λόγια του παπα-Δημήτρη και δεν ήξερε με τι τρόπο να τον ευχαριστήσει.
Εκείνες όμως τις μέρες γύρισε απ’ τ’ Ανάπλι που είχε πάει από μικρό παιδί ο αδερφός του Παναγιώτη, ο Γιώργης ο Μπακούρος. Σαν είδε τη φτώχεια του αδερφού του, του είπε πως, όταν γύριζε στο μπαρμπέρικο του στ’ Ανάπλι, θα έπαιρνε μαζί του τον μεγαλύτερο ανιψιό του, τον Κωστή, που τον είδε πολύ ξύπνιο, για να τον στείλει στο σχολείο να μάθει γράμματα. Ο πατέρας του παιδιού δεν ήξερε τι να κάνει, γιατί φοβόταν μην του κακοφανεί του κουμπάρου του, του παπα-Δημήτρη, που ήρθε το πράγμα έτσι. Σαν τ’ άκουσε όμως ο παπα-Δημήτρης έκανε πως δεν τον ένοιαζε κι έτσι ο Κωστής πήγε με το θείο του στ’ Ανάπλι.
Ύστερα από πέντε χρόνια έστειλε το καλοκαίρι ο Γιώργης ο Μπακούρος τον ανιψιό του στο χωριό να δει τους δικούς τους και να γυρίσει μετά πίσω για να προχωρήσει στα γράμματα. Το παιδί ήταν ευχαριστημένο κι έλεγε καλά λόγια για το θείο του και το σχολείο. Σκέφτηκε τότε ο πατέρας του να τον πάει στον κουμπάρο του, τον παπά, να το δει και να το εξετάσει αν έμαθε γράμματα.
Ο παπα-Δημήτρης έκανε τάχα πως χάρηκε και τους καλοδέχτηκε και σαν άκουσε την επιθυμία του κουμπάρου του, άρχισε να ρωτάει το παιδί:
- Πώς την λένε τη γάτα, Κωστή μου, στα ελληνικά;
- Γαλή, απάντησε το παιδί.
- Όχι! Την λένε νιουρίτσα και γκρανίστρα, γιατί νιαουρίζει και γρατζουνάει. Τη φωτιά;
- Πυρ.
- Όχι! Τη λένε χαρά, γιατί τη βλέπουμε το χειμώνα και χαιρόμαστε και ζεσταινόμαστε. Το σπίτι;
- Οικία.
- Ακούς εκεί, οικία! Το λένε ανάπαψη, γιατί αναπαύεται ο άνθρωπος από τους κόπους του. Το νερό;
- Ύδωρ.
- Πωπώ! Άκου, ύδωρ! Φτήνια το λένε, γιατί δεν το αγοράζουμε μιας κι ο Θεός μας το ‘δωσε έτσι. Αμ, την καρέκλα πώς τη λένε;
- Κάθισμα, είπε το παιδί.
- Όχι βρε, Κωστή, τη λένε αποκούμπι, γιατί πάνω στο σκαμνί ακουμπάει ο άνθρωπος ο αποσταμένος το κορμί του.
Στερνά γύρισε στον κουμπάρο του και του είπε:
-Κουμπάρε, κρίμα που έχασε του κάκου τα χρόνια το παιδί. Δεν έμαθε τίποτα κοντά στον αδερφό σου. Αλλά καλά να πάθεις. Αν το άφηνες σε μένα, θα ήξερε όλη την εκκλησιαστική τάξη και θα το είχες και κοντά σου να το βλέπεις. Εγώ θα το είχα σαν παιδί μου στο σπίτι και μια μέρα θα γινόταν παπάς, κι εσύ να χαρείς κι εκείνο να με συγχωράει για το καλό που του ‘κανα. Μα και τώρα, αν θέλεις, είναι καιρός ακόμα. Άφησέ το κοντά μου, κουμπάρε, και θα τα μάθει όλα.
Ο αφελής κι απονήρευτος Παναγιώτης Μπακούρος δέχτηκε με μεγάλη χαρά ό,τι του είπε ο κουμπάρος του, ο παπάς, κι ευχαριστούσε μέσα του το Θεό που του έδωσε τη φώτιση να πάει τον Κωστή να τον εξετάσει ο παπάς. Δεν του πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα ότι ο παπα-Δημήτρης του το φύλαγε, γιατί στην αρχή δεν το ‘δωσε σε 'κείνον το παιδί, αλλά στον αδερφό του.
Ο Κωστής δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πάει να μείνει στο σπίτι του παπά. Αφού όμως δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, αποφάσισε να μην πικράνει τον πατέρα του και να κάτσει, ώσπου να βρει την ευκαιρία να πάει στο θείο του. Ο παπα-Δημήτρης, σαν τα κατάφερε έτσι, έβαλε τον Κωστή στις δουλειές και τον είχε σαν δούλο. Κι όταν τον έβλεπε να παίρνει κανένα χαρτί ή βιβλίο από τα δικά του, τα εκκλησιαστικά, του το έπαιρνε απ’ τα χέρια και του ‘λεγε:
- Ακόμα δεν ξέρεις την Άλφα και θέλεις να διαβάζεις τέτοια βιβλία που δεν τα καταλαβαίνεις. Θα μάθεις πρώτα γράμματα, θα σου δείξω εγώ κι έχουμε καιρό ώσπου να μάθεις να διαβάζεις σαν αυτά τα βιβλία.
Του Κωστή η στενοχώρια μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, γιατί δεν μπορούσε να πει τον πόνο του πουθενά, ούτε καν στον πατέρα του, γιατί εκείνος είχε πιστέψει τον κουμπάρο του. Αποφάσισε, λοιπόν να φύγει μια ώρα αρχύτερα, όσο μπορούσε ακόμη, μα πριν να εκδικηθεί τον παπα-Δημήτρη.
Μια Κυριακή ο παπάς με την παπαδιά πήγαν στην εκκλησία κι άφησαν το παιδί στο σπίτι να συγυρίσει, γιατί μετά την λειτουργία θα γύριζαν με μουσαφιραίους τους δημογέροντες.
Τότε ο Κωστής βρήκε την ευκαιρία κι έπιασε τη γάτα του σπιτιού, της έδεσε στην ουρά ένα αναμμένο δαδί και στην έκλεισε στην αποθήκη με τ’ άχυρα και το σανό κι όταν είδε ότι άναψε η αποθήκη, έτρεξε στην εκκλησία.
Η λειτουργία είχε τελειώσει κι παπάς με τους καλεσμένους του ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν για το σπίτι. Ο Κωστής, φοβισμένος γι’ αυτό που έκανε, στάθηκε, σαν είδε τον παπά, και του φώναξε:
- Παπα-Δημήτρη, τρέξε, γιατί πήρε η γκρανίστρα χαρά και τρέχει στην ανάπαψη κι αν δεν προφτάσει η φτήνια, αλίμονο από την ανάπαψη και τ’ αποκούμπια!
- Τι μου λες, βρε θεοκατάρατο; φώναξε ο παπάς.
Ο Κωστής είπε ξανά τα ίδια λόγια, μα ο παπα-Δημήτρης δεν κατάλαβε, σταυροκοπήθηκε και γύρισε στους άλλους και είπε ότι το παιδί τρελάθηκε.
- Γιατί κάνεις πως δε με καταλαβαίνεις, παπα-Δημήτρη; Εγώ σου μιλάω με τη γλώσσα που μου ‘μαθες εσύ. Η γάτα πήρε φωτιά και τρέχει στην αποθήκη και καίγεται το σπίτι σου κι αν δεν προφτάσουμε να σβήσουμε με νερό τη φωτιά, θα καούν το σπίτι σου κι όλα τα πράγματά σου.
Ο παπα-Δημήτρης δεν άργησε να καταλάβει ποιος έβαλε τη φωτιά, μα δεν ήταν ώρα για εκδίκηση. Όλοι έτρεξαν να σβήσουν τη φωτιά. Ήταν όμως πια αργά κι όλο το σπίτι κάηκε.
Ο Κωστής μετά απ’ αυτό κρύφτηκε και δεν μπόρεσε ο παπάς να τον βρει, γιατί οι χωριανοί του έκαναν πλάτες, αφού το βλέπανε άδικο να τιμωρηθεί σκληρά, και τελικά τον φυγαδεύσανε στο θείο του στ’ Αναπλι, για να γλιτώσει απ’ την οργή του παπα-Δημητρη.
Ο παπα-Δημήτρης τα επόμενα χρόνια το ξανάχτισε το σπίτι του μεγαλύτερο και καλύτερο, Την υπόληψη όμως που είχε πρώτα απ’ τους συγχωριανούς του δεν μπόρεσε να την ξαναποκτήσει.